- οιστροφόρητος
- οἰστροφόρητος, -ον (Μ)αυτός που έχει καταληφθεί από οίστρο, μανιώδης.[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶστρος + -φορητός, μέσω ενός αμάρτυρου *οἰστροφορῶ (πρβλ. θεοφόρητος, μοιρο-φόρητος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
οίστρος — ο (ΑΜ οἶστρος) 1. μεγάλη μύγα, κυκλόρραφο έντομο, που σύμφωνα με τη σημερινή επιστημονική ταξινόμηση αποτελεί γένος τής οικογένειας οίστρίδες και τού οποίου οι προνύμφες που εισδύουν στα διάφορα όργανα τών κατοικίδιων ζώων προκαλούν τις μυιάσεις… … Dictionary of Greek